καθοδηγία

καθοδηγία
καθοδηγ-ία, , = foreg., Str.2.3.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθοδηγία — η (Α καθοδηγία) [καθοδηγώ] η καθοδήγηση αρχ. (ειδ.) η υπόδειξη τού δρόμου («ὑδρείας τε τυγχάνειν καὶ καθοδηγίας», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • καθοδηγίας — καθοδηγίᾱς , καθοδηγία fem acc pl καθοδηγίᾱς , καθοδηγία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”